-
1 αποθηλυνω
-
2 διηθεω
1) процеживать(δ. καὴ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον ὕδωρ διά τινος Arst.; τὸν ἄκρατον Plut.)
2) просеивать, провеивать(κοσκίνῳ τέν τέφραν Plut.)
3) прополаскивать, промывать(τέν κοιλίην οἴνῳ Her.)
4) отцеживать, наливать(οἶνον πυρέττοντι Plut.)
5) просачиваться -
3 εμφευγω
-
4 εξευνουχιζω
-
5 συγκατασβεννυμι
досл. одновременно гасить, перен. ослаблять(τὸν ἄκρατον Plut.)
συγκατεσβέσθαι Plut. — (о слухе или голосе) одновременно замереть, прекратиться -
6 υποφαρμασσω
атт. ὑποφαρμάττω приправлять, сдабривать(τὸν ἄκρατον Plut.)
ὑ. τέν (τοῦ μελιτείου) γλυκύτητα ῥίζαις Plut. — приправлять сладкий мед кореньями -
7 φορεω
[intens. к φέρω См. φερω]1) носить, уносить, увлекать(ἵπποι τε καὴ ἅρματα, οἳ φορέουσί τινα Hom.)
φορεῖσθαι πρὸς οὖδας Soph. — быть влекомым по земле;πεφορημένος ἀεί Plat. — находящийся в вечном движении2) переносить, приносить, доставлять(ὕδωρ, μέθυ, θαλλὸν ἐρίφοισι Hom.; τὰς ἀγγελίας φ. τινι Her.)
πηγὰς ποταμίους φορεῖσθαι Eur. — приносить себе воду из речных источников3) носить (иметь) на себе(θώρηκα, ἀσπίδα Hom.; ἐσθήματα Soph.; ἐμβάδας Arph.; δακτύλιον Plut.)
φ. κεφαλὰς ἰσχυράς Her. — иметь крепкие черепа4) носить (иметь) в себеτὰς ἀγλαΐας φ. Hom. — тщеславиться, кичиться:
ἓν ἦθος μοῦνον ἐν ἑαυτῷ φ., τοῦτ΄ ὀρθῶς ἔχειν Soph. — лелеять в себе одно лишь чувство - чувство своей правоты;λῆμα θούριον καὴ λόγους ἀφύκτους φ. Arph. — быть твердым душой и ловким в речах5) переносить, выдерживать(τὸν ἄκρατον οὐ φ. Plut.)
См. также в других словарях:
ἄκρατον — ἄκρᾱτον , ἄκρατος unmixed masc/fem acc sg ἄκρᾱτον , ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεορτάζω — ΝΜΑ εορτάζω από κοινού με κάποιον, συμμετέχω σε γιορτή («τοὺς συνεορτάζοντας διαψιλῆ τὸν ἄκρατον ἐμφορησαμένους», Διόδ.) νεοελλ. εορτάζω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο, εορτάζω και άλλη εορτή («συνεορτάζουν τη μνήμη τού αγίου και την επέτειο… … Dictionary of Greek
VINUM — quô Auctore mortalibus sit monstratum, diximus paulo supra. Graecis id Oeneum, unde et οἴνου nomen, an Icarum, Italis Ianum, dedisse, refert Athenaeus, l. 15. uti et far: sed utrumque non tam potui aut cibo quam divino cultui et sacris… … Hofmann J. Lexicon universale
χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… … Dictionary of Greek
POTUS — ut et cibus, apud Priscos, moderatus erat et necessitati attemperatus, postea in luxum vertit. Ita autem ea de re, Hier, Mercurialis, Variar. lect. l. 1. c. 22. Varis, inquit. mensuris antiquos potâsse, non me later: sed et eis tres potissimum… … Hofmann J. Lexicon universale
SOTER — I. SOTER Graece Σωτηρ, ita magnum, teste Cicerone Orat. 7. seu Act. 4. Verr. ut Latinô verbo exprimi non possu; Is est nimirum Soter, qui salutem dedit. Nempe ut censer Becmannus de Origin. L. L. in voce Iuppiter: servivit causae suae (Tullius,)… … Hofmann J. Lexicon universale
άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων … Dictionary of Greek
επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα … Dictionary of Greek
σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… … Dictionary of Greek
σταιρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ξηρόν, θερμόν, ἄκρατον» … Dictionary of Greek
φαλικρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρατον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί χαλικρόν (πρβλ. χαλίκρατος «άκρατος»)] … Dictionary of Greek